- ὁμοτέρμονα
- ὁμοτέρμωνhaving the same bordersneut nom/voc/acc plὁμοτέρμωνhaving the same bordersmasc/fem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομοτέρμων — ὁμοτέρμων, ον (Α) αυτός που έχει τα ίδια σύνορα, αυτός που συνορεύει με άλλον, γειτονικός («Ἰουδαίης ὁμοτέρμονα γαῑαν», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + τέρμων, ονος «όριο, σύνορο» (πρβλ. κακο τέρμων)] … Dictionary of Greek